Το παρόν αποτελεί την συνέχεια µιας – ας την πούµε έτσι – «σπουδαστικής προπαίδειας», η οποία ξεκίνησε µε το «Συµφωνίες και δωδεκάλογοι» (Ασκήσεις Συµφώνων, ενίοτε και ασυµφώνως προς το συµφωνηµένο Σύµφωνο) του 1988 και εξελίχθηκε µε το «Σπονδές Ασπονδύλων» (εκδόσεις Πατάκη) του 1996.
Πρόκειται για ένα «παιχνίδι παραλλαγής» επί χάρτου, που σκοπό έχει την συµµετοχή του αναγνώστη σε ένα απρόβλεπτο «κυνήγι θησαυρού» (ανάργυρου, όµως), µε κρυφές λέξεις – κλειδιά και εικόνες – γρίφους, σχεδόν χειροποίητες.
Τελικός, φιλόδοξος στόχος του, να «αναδυθούν», ως κάποιο είδος «παυσίφοβου» για το αγωνιώδες της Ύπαρξης, οι εξαίσιοι ήχοι και οι αέναες διαδροµές της Ελληνικής γλώσσας, η οποία εξακολουθεί να γοητεύει περιδιαβαίνουσα του κόσµου τις «άκρο- λαλιές» και να παραµένει ζώσα στην διαχρονική καθηµερινότητά µας. ∆ιαπερνώντας την ανεπαισθήτως, µέσα από τις “ενδοφλέβιες” λέξεις και τους κληρονοµικούς κώδικες των στίχων (ακόµη και των εν δυνάµει) ποιητών µας. Πηγάζοντας από τις επικές Ωδές του Οµήρου και εκβάλλοντας µέχρι τα αυτοσχέδια συνθήµατα στους τοίχους των κακόφηµων παρόδων των Εξαρχείων. Υπό τον τίτλο «ΧΑΜΑΙ- ΛΕΟΝΤΑΡΙΣΜΟΙ και µεταµφιέσεις» και υπότιτλο «Στιχουργικά καλλιγραφήµατα και απόπειρες µίµησης Ποιητικών πράξεων σπουδαίων», θέλησα να ξεκαθαρίσω από την «βιτρίνα» της προκείµενης συλλογής, όχι µόνο την ταυτότητα των προθέσεών µου, αλλά και την γονιδιακή καταγωγή των «εκθεµάτων» της. Επί της ουσίας, αναζητώντας µεθόδους «προσαρµογής» και «επιβίωσης» , ως άλλος «χαµαιλέων», επιδόθηκα (καθόλου ανεπαισθήτως) σε µια διττή ιχνηλασία. Αφενός, επιχειρώντας ως προς τον τρόπο γραφής , ποιητικές προσοµοιώσεις κατά µίµηση του ύφους άλλων (µε φόντο το πολυτονικό ανάγλυφο) και αφετέρου, χρησιµοποιώντας ως παράλληλο εικαστικό στοιχείο – «καµουφλάζ» την παµπάλαιη τεχνική των «καλλιγραφηµάτων» (ή «καλλιγραµµάτων) την οποία επανέφερε στο λογοτεχνικό προσκήνιο (πριν από περίπου 100 χρόνια) ο Γάλλος Απωλλιναίρ και την οποία έκτοτε, έχουν χρησιµοποιήσει εκατοντάδες δηµιουργοί. Ανάµεσά τους και ο Γιώργος Σεφέρης.
Η σύνθεση του εξωφύλλου και η εικαστική προσαρµογή των εσωτερικών εικόνων ανήκει στην Κατερίνα Πρέκα.